- επιμόρφωση
- ηη συμπλήρωση μόρφωσης ύστερα από την ολοκλήρωση ορισμένου κύκλου σπουδών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιμόρφωση — η (Μ ἐπιμόρφωσις) νεοελλ. η περαιτέρω μόρφωση, η συμπλήρωση και προαγωγή τής μόρφωσης μσν. απομίμηση με σκοπό να παραπλανήσει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
επιμορφωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιμόρφωση (α. «επιμορφωτικά μαθήματα» β. «επιμορφωτικά προγράμματα») … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
λαϊκός — ή, ό (AM λαϊκός, ή, όν) [λαός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω») νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
Βασιάδης, Κωνσταντίνος — (Δελβινάκι, Ήπειρος 1821 – Κωνσταντινούπολη 1890). Έλληνας λόγιος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρα και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε φιλολογία και ιατρική στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Το 1859 επέστρεψε στην… … Dictionary of Greek
Γραμματάς, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1951 –). Φιλόλογος, θεατρολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γαλλίας. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως επιμελητής στην έδρα της νεοελληνικής… … Dictionary of Greek
Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… … Dictionary of Greek
Καψάλης, Γεώργιος — (Αγία Μαρίνα Θεσπρωτίας 1954 –).Εκπαιδευτικός, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο Μπόχουμ της Γερμανίας, όπου αναγορεύθηκε και διδάκτορας.… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek